- μνημονεύω
- (ΑΜ μνημονεύω, ΜΝ και μνημονεύγω και μνημονεύκω) [μνήμων]1. διατηρώ ή ανακαλώ στη μνήμη μου, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι («ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;», Σοφ.)2. ανακαλώ στη μνήμη κάποιου, αναφέρω σε κάποιον κάτι, υπενθυμίζω («ἀληθῆ μέντοι μνημονεύεις», Πλάτ.)3. κάνω μνεία κάποιου, αναφέρω κάποιον («μνημόνευε Ἰησοῡν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν», ΚΔ)νεοελλ.αναφέρω συχνά το όνομα προσώπου ή πράγματος ή γεγονότος («όλο την πεθερά του μνημονεύει»)μσν.- νεοελλ.εκκλ.1. προσεύχομαι για την υγεία και την μακροημέρευση κάποιου, κάνω μνεία κάποιου σε προσευχή και ιδίως στη Θεία Λειτουργία2. (για ιερείς) προσεύχομαι για την ψυχή πεθαμένων σε ειδική ευχή, ονομαστικά για τον καθέναν3. διαβάζω νεκρώσιμη ακολουθία για κάποιονμσν.1. βάζω στον νου μου, σχεδιάζω2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μνημονευμένος και μνημονεμένος, -η, -οναυτός που είναι αλησμόνητος, αξιομακάριστος3. φροντίζω να τελεστεί το μνημόσυνο κάποιου4. τελώ τη μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη ή επισκόπου σε ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη Θεία Λειτουργία5. εκφράζω ευχές για κάποιον σε ένδειξη ευγνωμοσύνηςαρχ.1. θυμάμαι να κάνω κάτι2. υπηρετώ ως μνήμων*.
Dictionary of Greek. 2013.